ασχημάνθρωπος

ασχημάνθρωπος
ο некрасивый человек, урод

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ασχημάνθρωπος" в других словарях:

  • ασχημάνθρωπος — ασχημάνθρωπος, ο και ασκημάνθρωπος, ο άνθρωπος δύσμορφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασχημάνθρωπος — και ασκ , ο ασχημομούρης, δύσμορφος …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • τέρας — το, ατος 1. καθετί που δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη: Γέννησε τέρας με δύο κεφάλια. 2. καθετί υπερφυσικό και ασυνήθιστο: Είναι τέρας μνήμης. 3. μτφ., άνθρωπος κακός, ακόλαστος: Αφού είναι τέρας, καλό θα κάνει; 4. ασχημάνθρωπος, κακομοίρης: Αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»